- πολύκερως
- ὁ, ἡ, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που έχει πολλά κέρατα2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κερως (< κέρας*), πρβλ. μεγαλό-κερως].
Dictionary of Greek. 2013.